υπερτίμηση — η 1. υπερβολική εκτίμηση, υπερεκτίμηση, ανατίμηση, ύψωση της τιμής των εμπορευμάτων: Δυο φορές έγινε φέτος υπερτίμηση των παπουτσιών. 2. υπερτίμημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγάτιση — η [αβγατίζω] 1. αύξηση, πολλαπλασιασμός 2. η επιπλέον προσθήκη, προσαύξηση, επαύξηση 3. αύξηση τής τιμής, υπερτίμηση τής αξίας ενός πράγματος 4. πλειοδοσία … Dictionary of Greek
επιτίμηση — η (AM ἐπιτίμηση) [επιτιμώ] επίπληξη, τιμωρία, επίκριση, μομφή («οὐκ ἄλλων ἐπιτιμήσει ἀκούσαντες», Θουκ.) μσν. εξορκισμός με μορφή επιπλήξεως αρχ. 1. ύψωση τής τιμής, υπερτίμηση 2. (ρητ.) ανύψωση, μεγέθυνση με χρησιμοποίηση ισχυρότερου όρου … Dictionary of Greek
ηττοπάθεια — η [ηττοπαθής] παθολογικός φόβος για επικείμενη ήττα, ο οποίος οφείλεται σε κατάπτωση τού ηθικού τού ηττοπαθούς ή σε αδικαιολόγητη υπερτίμηση τών δυνάμεων τού αντιπάλου … Dictionary of Greek
τυποκρατία — η, Ν υπερτίμηση τών τύπων, τής μορφής, έναντι τής ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία] … Dictionary of Greek
υπερτίμημα — το, Ν [υπερτιμώ] 1. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου 2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση τής περιουσίας του 3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά… … Dictionary of Greek
Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… … Dictionary of Greek
αισχροκέρδεια — η υπερβολικό κέρδος στο εμπόριο με παράνομα μέσα (νοθεία, υπερτίμηση, απόκρυψη κτλ.): Η αισχροκέρδεια τιμωρείται με φυλάκιση και πρόστιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερτίμημα — το, ατος 1. χρηματικό ποσό που προκύπτει από την υπερτίμηση. 2. αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου: Αυτόματο υπερτίμημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτίμηση — η 1. υποβιβασμός της τιμής ενός πράγματος, η μείωση της αξίας του (αντίθ. υπερτίμηση, ανατίμηση): Υποτίμηση της εμπορικής αξίας των φαρμάκων. 2. μτφ., εκτίμηση για κάτι κάτω από την πραγματική του αξία, παραγνώριση: Η υποτίμηση της προσφοράς των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)